- καρφοπιάνω
- τραυματίζω το πόδι τού ζώου με το καρφί τού πετάλου κατά το πετάλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + πιάνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρφόπιασμα — το [καρφοπιάνω] 1. το κάρφωμα 2. το εγκαθήλωμα* … Dictionary of Greek